ἐμφύλιος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμφύλιος — α, ο (AM ἐμφύλιος, ον) αυτός που γίνεται ανάμεσα σε ομοεθνείς ή ομόφυλους, σε άτομα τού ίδιου έθνους ή τής ίδιας φυλής («εμφύλιος πόλεμος») αρχ. 1. αυτός που ανήκει στην ίδια φυλή («μὴ ἀπόσχηται ἐμφυλίου αἵματος», Πλάτ.) 2. (το αρσ. πληθ. ως… … Dictionary of Greek
ἐμφυλίως — ἐμφύλιος adverbial ἐμφύλιος masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφύλιον — ἐμφύλιος masc/fem acc sg ἐμφύλιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δύο Ρόδων, πόλεμος των- — Εμφύλιος πόλεμος που διεξήχθη στην Αγγλία κατά το δεύτερο μισό του 15ου αι., μεταξύ των οπαδών του οίκου των Λάνκαστερ από τη μία πλευρά, που είχαν για έμβλημα ένα κόκκινο ρόδο, και του οίκου των Γιορκ από την άλλη, που είχαν για έμβλημα ένα… … Dictionary of Greek
ἐμφυλίοις — ἐμφύλιος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφυλίου — ἐμφύλιος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφυλίους — ἐμφύλιος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφυλίων — ἐμφύλιος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφυλίῳ — ἐμφύλιος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)